- πτερωτοῦ
- πτερωτόςfeatheredmasc/neut gen sgπτερωτόςfeatheredmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
ραχίδιο — το, Ν βοτ. α) ο δευτερογενής άξονας ενός σύνθετου πτερωτού φύλλου β) ο κύριος άξονας ενός σταχυδίου αγρωστώδους ή κυπερώδους φυτού … Dictionary of Greek
σέρφος — και, κατά τον Ησύχ., σύρφος, ὁ, Α 1. μικρό πτερωτό έντομο, πιθανώς είδος πτερωτού μυρμηγκιού 2. παροιμ. φρ. «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή» ακόμη και ο μικρός και ασήμαντος άνθρωπος μπορεί να βλάψει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης… … Dictionary of Greek